- αμφιέπω
- ἀμφιέπω και ἀμφέπω (Α)1. περιβάλλω, περικυκλώνω2. (για τραγούδια) στεφανώνω, επιστέφω3. πιέζω δυνατά4. ασχολούμαι με κάτι, φροντίζω5. παρασκευάζω, ετοιμάζω6. απονέμω τιμή ή σεβασμό7. φρουρώ, φυλάσσω, προφυλάσσω8. συχνάζω9. περιποιούμαι, θεραπεύω10. (απολ. στη μετοχή) ἀμφ(ι)έπων, -ούσα, -ον με μεγάλη φροντίδα, προσεκτικά11. μέσ. τρέχω κοντά, συνωθούμαι12. φρ. «ἀμφέπων δαίμων», η τύχη που ακολουθεί κάποιον «ἀμφέπω θυμόν», διαθέτω τον εαυτό μου ευνοϊκά προς κάτι, διάκειμαι ευνοϊκά, ρέπω«ἀμφέπω κῆδος», τρέφω ενδόμυχα αίσθημα για κάποια συγγένεια, ενδιαφέρομαι γι' αυτήν «ἀμφέπω μόχθον», μοχθώ, ταλαιπωρούμαι«ἀμφέπω ὄλβον», απολαμβάνω την ευτυχία«ἀμφέπω σκῆπτρον», κατευθύνω το σκήπτρο, δηλ. κυβερνώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι)-* + ἕπω].
Dictionary of Greek. 2013.